- κουρδιστής
- κουρδιστής, ο και κουρντιστής, ο θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστριαο τεχνίτης για το κούρδισμα μουσικών οργάνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρδιστής — και κουρντιοτής και χορδιστής, ο, θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια και χορδίστρια [κουρδίζω] τεχνίτης ειδικός για το κούρδισμα μουσικών οργάνων, κυρίως τού πιάνου … Dictionary of Greek
Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… … Dictionary of Greek
χορδιστής — ο, θηλ. χορδίστρια, Ν βλ. κουρδιστής … Dictionary of Greek